Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Στέφαν - ει




Θέλω να σας μιλήσω γι’ αυτή την γυναίκα. Με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Με τα βλέφαρα γεμάτα ρυτίδες στα 24 χρόνια της. Για την κραυγή, που στάζει ασταμάτητα από την ίριδα κάθε που σε κοιτάει, και για τα άδεια από φροντίδα χέρια της.

Θέλω να σας μιλήσω για το χαμόγελο που όλο γερνάει στο στόμα της, χωμάτινο, άνυδρο και κρυωμένο. Οι ρωγμές στα χείλη της μαρτυρούν την ανάγκη για φίλημα. Λίγη βροχή να πέσει επάνω τους, να σωθούνε. Απ’ την πληγή, απ’ την ματαίωση, από την αχρηστία της ύπαρξης. Το σώμα της είναι φαρδύ κι ανήλιαγο και μόνιμα θλιμμένο. Δεν ξέρει τι να κάνει την τόση αναπνοή.

Αν πλησιάσεις, διακρίνεις πάντα το συρματόπλεγμα, και στις ματωμένες γωνίες του κίτρινα αγκάθια έχουν φυτρώσει. Τα ρούχα της  - πάντα στο χρώμα του μπλε - μου θυμίζουν νερό που έχει πάψει να ρέει. Στην λευκή καρέκλα της τα κενά απ’ τις ενώσεις, θαρρείς πως έγιναν για να δραπετεύσει. Μα δεν γυρίζει ποτέ να τα δει. Μόνο κοιτάει παράταιρα και όλο κάτι σφυρίζει.

Την ακούω συνέχεια να λέει το ίδιο τραγούδι· σαν να μιλάει στα πουλιά και να ζητάει να φτάσουν. Έχω την αίσθηση πως μόνο περιμένει. Τα πάντα. Κι όλο φοβάται να τα δεχτεί. Οι τρύπες απ’ τα παπούτσια της όσο πάνε και μεγαλώνουν. Παράξενο για έναν άνθρωπο που ποτέ δεν κουνιέται. Κι εκείνη να κάνει πως δεν το γνωρίζει, μην τυχόν χρειαστεί να κλάψει, γι’ αυτά που αφήνει και πάντα της φεύγουν.

Έχει ομίχλη ο ουρανός και στο βουνό εδώ και μέρες συνέχεια βρέχει. Μα δεν μοιάζει να την ενοχλεί. Στέκομαι μπροστά της, δείχνοντας με το δάχτυλο το απέναντι σπίτι στο δάσος. Ακολουθεί με το κεφάλι της την φορά απ’ το χέρι μου, όμως λίγο πριν φτάσει το βλέμμα της, σφίγγει με πόνο τα μάτια.

Μια λέξη πνίγεται στο λαρύγγι μου και με κάνει να βήχω. Βήχω τόσο πολύ, που η ανάσα μου κόβεται και στο τέλος λιποθυμώ. Νιώθω μια ζέστη να με περπατάει. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω γύρω μου ένα χαλί από λέξεις. Όμως δεν είναι δικές μου. Τις σχηματίζουν τα νύχια της που το δέρμα μου γραντζουνάνε. Χαμογελάω κι ακίνητη την κοιτώ.

Άρχισε να σουρουπώνει. Ανοίγει το στόμα της και σχηματίζει με την φωνή της έναν αλλόκοτο ήχο. Ένα κοράκι πετάει κοντά της και με τα πόδια του τα μαλλιά της αγγίζει. «Είναι η φωλιά του», μου λέει. «Εδώ γεννήθηκε και εδώ θα πεθάνει». Κι ύστερα αίφνης έγινε ολόκληρη ένα μαύρο πουλί.

Ήθελα να σας πω γι’ αυτή την γυναίκα κι αλήθεια προσπάθησα. Μα δεν ξέρω αν η ψυχή σας κατάλαβε, για ποιόν καθρέφτη από όλους σας μιλούσα.

Μαρία Χρονιάρη


Νέο κείμενο στην στήλη μου "Όταν ο λύκος είναι εδώ", στο Πολιτιστικό Μαγκαζίνο Ologramma. Δείτε κι εδώ: https://ologramma.art/stefan-ei/?fbclid=IwAR07gTR69HWogKqgpVvtMiQWIj5eszkXgzn5BhSciTsKsMoVokWTusutrjg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου