Ιδιότυπη και μινιμαλιστική μαγεία το «Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια», κατά την άποψή μου, είναι μια άκρως ρεαλιστική μυθ -ιστορία τόσο σφιχτά δεμένης πλοκής, που από την πρώτη στιγμή, νιώθεις να έλκεσαι από έναν μαγνήτη και να παραδίνεσαι σ΄ αυτόν χωρίς καμία αντίσταση.
Άλλωστε ο Σταύρος Σταυρόπουλος, γνωρίζει πολύ καλά πώς να κάνει τις λέξεις να γράφονται, συμπυκνώνοντας την συνείδησή τους, κατά τη γνωστή ρήση του Γιώργου Χειμωνά.
Μιλά έναν κρυπτικό λόγο, που ακόμα κι οι απλές λέξεις που χρησιμοποιεί, μοιάζει να κοιτούν απ΄ την κλειδαρότρυπα. Η ζωή της γραφής του, είναι ταυτόσημη με την ζωή της ζωής του. Ίσως γι΄ αυτό ο ίδιος στο κεφάλαιο 41 επισημαίνει : «Δεν γράφω πια. Γράφομαι.»
Η χαρακτηριστικά πεζότροπη ποιητικότητα της γραφής του ή και το ανάποδο, η πύκνωση του πεζού λόγου του σε τέτοιο βαθμό που να αγγίζει το ποίημα, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίον τα δυο αυτά ιδιώματα, της πεζογραφίας και της ποίησης, ανακατεύονται ιδιοσυγκρασιακά μεταξύ τους, δημιουργεί ένα τρίτο, σταθερό και συμπαγές, κάτι ανάμεσα, τόσο μεστό και τόσο αβέβαια σίγουρο για τον εαυτό του, που επωφελείται από τις δυνατότητες του ενός, απαλλασσόμενο συγχρόνως από τις αδυναμίες του άλλου. Αυτό είναι φυσικά αντιληπτό και στην στήλη του στην «Ελευθεροτυπία», Νύχτα είναι, θα περάσει, όπου όλα τα είδη συγχωνεύονται, διατηρώντας όμως εν θερμώ την μοναδικότητα της μορφής τους.
Κι είναι καλύτερα έτσι, γιατί εκτός του ότι επιτρέπεται στο κείμενο να αυτονομηθεί και να αναπνεύσει, μας δίνεται με εντελώς ανοιχτό ορίζοντα η ευκαιρία να το αντιμετωπίσουμε καθαρά ως γοητεία της λογοτεχνίας των ιδεών.
Στο μυθιστόρημά του ξεκινά συστήνοντάς μας τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του. Τέσσερις χαρακτήρες: «Εγώ», «Εσύ», «Αυτό», και το «Άλλο». Σιγά σιγά, το «αυτό» και το «άλλο» αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερη υπόσταση, και τούτο γιατί μεταξύ του «εγώ» και του «εσύ» υπήρξε το «άλλο» και γεννήθηκε το «αυτό». Εκείνο όμως που λειτούργησε ως κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία του «αυτό» στο τέλος απομονώνεται από τον συγγραφέα με καταλυτικό τρόπο. Απομακρύνεται δε τόσο, ώστε να τον προβληματίζει ως προς το αν ποτέ υπήρξε και πότε. Αυτό που αναμετράται σε τούτο το βιβλίο, είναι κυρίως η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο «εγώ» και το «αυτό» με την επιβλητική όμως μεσολάβηση ενός «εσύ», που αντί να ενώνει, χωρίζει.
Ο τίτλος του βιβλίου προσδιορίζει σχεδόν αυτόματα την πεποίθηση του συγγραφέα πως ο έρωτας υπάρχει και είναι ίσως η άλλη όψη ενός παγωμένου συναισθήματος, μιας κι απ’ την αρχή αναγνωρίζει πως στο τέλος θα εξοντωθούμε απ΄ αυτό.
Σχεδόν όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί τι γίνεται, ποια παράξενη χημική αντίδραση συμβαίνει και στη θέαση ενός «εσύ», «εγώ» αυτόματα νιώθω το «άλλο» και μη μπορώντας να το προσδιορίσω ακριβώς το ονομάζω έρωτα.
Κατά την γνώμη μου, ο έρωτας αποτελεί απλώς την απάντηση στην αντιστροφή ενός ρήματος. Στην ερώτηση λοιπόν: «Τι είναι έρωτας;» , θα έπρεπε να απαντάμε: «Ρωτάς, ε;»
Ξεκινώντας το αποσπασματικό μυθιστόρημα του Σταύρου Σταυρόπουλου, γίνεται σαφέστατη από την αρχή η αγωνία του στην θέαση του τέλους. Το παρομοιάζει με την λήξη της σχολικής χρονιάς και το κάψιμο των σελίδων στα μαθητικά τετράδια, που τις θάβει στο προαύλιο, μη δίνοντας σε κανέναν τη δυνατότητα να πληροφορηθεί το τέλος μιας «αδημοσίευτης σχέσης».
Καταθέτοντας τις απόψεις του για τον έρωτα, εν είδει αφοπλιστικών σπαραγμάτων - τον αληθινό, όπως σπεύδει να υπογραμμίσει – δημιουργεί την αίσθηση μιας εποχής.
Ένα «καλοκαίρι χωρίς ντροπή» το οποίο όμως, καθώς φεύγει, δίνει τη σκυτάλη στον χειμώνα του «εσύ», όσο κι αν ο ίδιος θέλει να διατηρήσει το ηλιόλουστο τοπίο.
Έτσι, σιγά-σιγά μπροστά στα μάτια του, αρχίζει να εκτυλίσσεται – ας μου επιτραπεί η λέξη – η τραγωδία του τέλους, όπου το έτερο πρόσωπο αποδομείται τόσο φανερά και απομυθοποιείται τόσο, ώστε φτάνει να μοιάζει σαν να μην υπήρξε ποτέ εκείνο που ήταν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κεφάλαιο 21, όπου ο τρόπος της κατάρρευσης «είναι μεταδοτικός», στο κεφάλαιο 25, όπου προσπαθεί να σώσει κάτι από την αποδόμηση, λέγοντας πως «οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν καταργώντας ο ένας τον άλλον», ώσπου τελικά αναγκάζεται να αποδεχτεί την απομυθοποίηση στο κεφάλαιο 38 με την φράση-διαπίστωση: «δεν έμοιαζες καθόλου πια με σένα.»
Έχοντας ως αφετηρία αυτή την διακρίβωση, προσπαθεί να προχωρήσει, συναντώντας αρκετές δυσκολίες: Με τη σκέψη ενός καρφιού ως σημείου μιας μόνιμης εγκατάστασης, εκτίοντας ποινές, με την ανάγκη του να παλέψει για να συγκρατήσει τα κομμάτια που κάποτε αποτελούσαν το «εσύ», με την επιθυμία να μπορούσε με ταχυδακτυλουργικό τρόπο να φτάσει στον τελικό προορισμό του: Να κάνει το «εσύ» να έρθει.
Από τη στιγμή όμως που εμφανίζεται το «αυτό» - ίσως το κυρίαρχο πρόσωπο του βιβλίου -, τα σύννεφα αρχίζουν να μετατρέπονται σ’ ένα ουράνιο τόξο με γεύση, να αναδύουν μια μυρωδιά, μια νέα ελπίδα ζωής, που όμως « χάθηκε κάποτε στη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης». Να γεννούν ξανά έναν έρωτα διαφορετικής υπόστασης και σημασίας. Με τη θέληση της δημιουργίας ενός κόσμου φωτεινού, γεμάτου ήλιους, χωρίς την εύκολη διέξοδο μιας σκοτεινής, παραχωρημένης νίκης.
Ο συγγραφέας – αφηγητής επινοεί μια γλώσσα μυστική με το «αυτό», γλώσσα ουσιαστικής κι έντονα ψυχικής επικοινωνίας. Όμως ξανά σε τούτο το σημείο παρεμβαίνει το «εσύ», που μ’ ένα καθοριστικό τρόπο, οδηγεί τον ήρωα πίσω στη μοναξιά της έλλειψης. Αυτό είναι πλήρως ευδιάκριτο στο κεφάλαιο 83 που συμπυκνώνεται σε τρεις μόνο προτάσεις : «Χάθηκα μέσα σ΄ ένα σινεμά. Έβγαλα δυο εισιτήρια αλλά ήμουν μόνος.»
Έτσι, τοποθετεί τον έρωτα στους ακρωτηριασμούς της νύχτας, αναγκάζει τον εαυτό του να δεχτεί πολλά, στον τόπο της εκτέλεσης δένει εκείνος τα μάτια του δήμιου, ορίζει το πένθος ως συνώνυμο της απουσίας, θυμάται να βγάζει τις νύχτες τον Αύγουστο απ΄την πρίζα, φτιάχνει ποιήματα και καταπίνει τον κόσμο σε μικρές μπουκιές. Για να τον προσφέρει ως τροφή ελπίδας αλλαγής, στο στόμα ενός μικρού παιδιού.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος βλέπει το ΕγώΕσύΕμείς – παρ’ όλο που χωρούν το ένα μέσα στο άλλο, σαν βαγόνια του ίδιου σιδηροδρομικού συρμού - με την ίδια ευκολία να εξορίζονται το ένα από το άλλο και καταλήγει: «Το τέλος του έρωτα είναι ο έρωτας.»
Είναι μια εμβληματική φράση αυτή, από τις πολλές που υπάρχουν στο βιβλίο, που αποκαλύπτει το μέγεθος της επινοημένης αλήθειας του έρωτα.
Όταν μια σκάλα οδηγεί προς τα κάτω, νιώθεις μια εσωτερική υποχρέωση να αντιστρέψεις την πορεία της. Κυριαρχεί η αγωνία να αποκατασταθεί η τάξη μέσα σου. Σαν να πρέπει όλα να ακολουθήσουν συγκεκριμένη πορεία για να μπορέσουν να υπάρξουν.
Ο Σταυρόπουλος βρίσκει αυτή την πορεία, με ένα μοναδικά αθέατο τρόπο. Με μια ιδιότυπη και μινιμαλιστική μαγεία. Έχει ένα προσωπικό στίγμα που σε αιχμαλωτίζει. Γιατί ξέρει. Και γιατί «τον έχουν διαπράξει», όπως ο ίδιος ομολογεί σε τρομακτικό τόνο στο κεφάλαιο 45. Ένα κεφάλαιο – τρεις λέξεις - που από μόνο του μπορεί να χαρακτηρίσει όλα τα προηγούμενα κι επόμενα του βιβλίου.
Μαρία Χρονιάρη
Περιοδ. Κουκούτσι, τχ. 4
Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου