Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

ΑΠΩΝ

 


 

Σκοτάδι... Γιατί έχει τόσο σκοτάδι; Γιατί δεν βλέπω τίποτα; Με βλέπεις; Μπαμπά; Σε ρωτάω…ΜΕ ΒΛΕΠΕΙΣ; Γιατί δεν μιλάς; Δεν καταλαβαίνω τι μου λες…πονάς; Πονάς… Το νιώθω, μα όχι για μένα για κάποια άλλα παιδιά που χάθηκαν για πάντα. Για μένα; Πονάς μπαμπά για μένα; Δεν απαντάς…Γιατί; Δεν με βλέπεις; Έχει τόσο σκοτάδι εδώ και πόνο, πνίγομαι, δεν έχει αέρα, δεν έχει φως. Άνοιξέ μου ένα παράθυρο μπαμπά, είμαι μικρή δεν φτάνω. Άνοιξε μου να δω το φως, πάρε με αγκαλιά, μίλα μου, παίξε μαζί μου. Νιώθω πολλή μοναξιά εδώ μπαμπά και φοβάμαι. Που είσαι; Γιατί δεν με βλέπεις; Γιατί μου μιλάς έτσι μπαμπά; Με πληγώνουν οι λέξεις σου, δεν μου δίνουν φτερά να πετάξω, αλλά μαύρες κηλίδες γίνονται στο άσπρο μου φόρεμα και το μαυρίζουν. Γιατί φοράω μαύρα πια μπαμπά; Δικός μου ή δικός σου ο πόνος; Δεν ξέρω πια ποιον να ρωτήσω…Δεν έχει σημασία, πρέπει να αντέξω, να τα καταφέρω, να μείνω με το μαύρο μου φόρεμα στα σκοτάδια και να μη φοβάμαι.

Ακόμα δεν με βλέπεις, και τώρα που ψήλωσα και σ’ έφτασα στο μπόι, πάλι μικρή νιώθω δίπλα σου μπαμπά…Δεν ξέρω ποια είμαι, τι θέλω, πως μοιάζω, τι ονειρεύομαι, δεν έγινες ποτέ ένας όμορφος καθρέφτης για μένα μπαμπά. Πάντα ήμουν λίγη, μικρή, ανόητη, άσχημη, αυτή που δεν ξέρει τη σωστή απάντηση, αυτή που δεν ξέρει πως να φερθεί. Φτάνεις στο τέλος μπαμπά, τώρα μ’ αγαπάς; Όχι δεν μου το είπες, ούτε στο τέλος… Με γέμισες και με άλλες χαρακιές, μαύρες κορδέλες τύλιξαν τα χέρια και τα πόδια μου. Για να μη φαίνονται οι πληγές, το αίμα να μην τρέξει και έτσι καθωσπρέπει να σταθώ να σ’ αποχαιρετήσω στο τελευταίο σου ταξίδι. Σάλπαρες ξανά μπαμπά, τελευταίο μπάρκο.

Δεν συναντηθήκαμε ποτέ, λυπάμαι τόσο πολύ γι’ αυτό. Λυπάμαι για σένα που πόνεσες τόσο. Μα τώρα πια λυπάμαι και για μένα που έζησα πάντα αόρατη, μια μικρή σκιά που περιφερόταν στα δικά σου σκοτάδια. Σ’ αφήνω τώρα μπαμπά, δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο. Λύνω αργά τις κορδέλες και πετάω το φόρεμα σε μια γωνιά. Φεύγω πια μπαμπά, δεν θέλω τίποτα να πάρω, θέλω μόνο να δω το φως. 

Κουράστηκα εδώ μπαμπά. Σ΄ αγαπώ…Αντίο…

 

Ευανθία Λαζαρίδου